- οδοντίδας
- ὀδοντίδας (Α)(κατά τον Ησύχ.) «πολυφάγρς».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ὀδοντίδης, οπότε θα πρόκειται για παρωνύμιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀδοντίδας — ὀδοντίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)